φιλέλληνας — ο 1. αυτός που αγαπάει την Ελλάδα και τους Έλληνες, ελληνολάτρης. 2. ξένος που υποστηρίζει τα συμφέροντα της Ελλάδας από αγάπη σ αυτή. 3. ξένος που πήρε μέρος στους πολεμικούς αγώνες της Eλλάδας: Ο λόρδος Mπάιρον ήταν Άγγλος φιλέλληνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλέλληνας — φιλέλλην fond of the Hellenes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρέλα, Πέτρος — Φιλέλληνας από το Πεδεμόντιο της Ιταλίας, ο οποίος υπηρέτησε στη μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα ως ταγματάρχης. Μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1814 ιδιώτευσε. Όταν όμως ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση κατέβηκε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek
Εϊνάρ, Ζαν — (Jean Gabriel Eynard, 1775 – 1863). Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας, γνωστός και ως Εϋνάρδος. Ο Ε. συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών πολλών ιταλικών κρατών και, μετά τη ναπολεόντεια περίοδο, εργάστηκε για την ανασυγκρότηση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μερλιέ, Οκτάβ-Πιέρ — (Octave Pierre Merlier, Ρουμπέ 1897 – 1976). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και φιλέλληνας, σύζυγος της Μέλπως Λογοθέτη Μερλιέ. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.… … Dictionary of Greek
Σανταρόζα, Σαντόρε — (Santarosa). Ιταλός λόγιος, δημοσιολόγος και φιλέλληνας (Σαβιλιάνο Σαβοΐας 1783 Σφακτηρία 1825). Έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις των «100 ημερών» του Ναπολέοντα (1815: εκστρατεία στη Γκρενόμπλ) και αργότερα ανακηρύχτηκε αρχηγός του… … Dictionary of Greek
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek